- προγυμναστής
- προγυμναστήςtrainermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προγυμναστής — ο, ΝΑ, θηλ. προγυμνάστρια Ν [προγυμνάζω] αυτός που προγυμνάζει κάποιον νεοελλ. εκπαιδευτικός που παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές προετοιμάζοντάς τους για εξετάσεις αρχ. δούλος που γυμνάζεται μαζί με τον κύριο του … Dictionary of Greek
προγυμναστής — ο θηλ. στρια 1. αυτός που προγυμνάζει άλλους, ο προπονητής. 2. δάσκαλος που παραδίνει ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προγυμνασταί — προγυμναστής trainer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγυμναστοῦ — προγυμναστής trainer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγυμναστῇ — προγυμναστής trainer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγυμναστάς — προγυμναστά̱ς , προγυμναστής trainer masc acc pl προγυμναστά̱ς , προγυμναστής trainer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχισαλπιγκτής — ο υπαξιωματικός, προγυμναστής και επικεφαλής των σαλπιγκτών στρατιωτικής μονάδας … Dictionary of Greek
αρχιτυμπανιστής — ο υπαξιωματικός προγυμναστής και επικεφαλής των τυμπανιστών σε στρατιωτική μονάδα … Dictionary of Greek
Φονβίζιν, Ντένιτς Ιβάνοβιτς — (1744 – 1792). Ρώσος δραματικός συγγραφέας. Έγραψε σε νεαρή ηλικία κωμωδία με τον τίτλο Ταγματάρχης, η οποία προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στο κοινό αλλά και στην ίδια την αυτοκράτειρα Αικατερίνη B’, που πίστεψε πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον… … Dictionary of Greek
προπαιδευτής — προπαιδευτής, ο θηλ. εύτρια αυτός που προπαιδεύει, ο προγυμναστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)